- βιοτροπισμός
- οτροπισμός που παρατηρείται στις ρίζες παράσιτων φυτών, τα οποία προσανατολίζουν την ανάπτυξή τους μέσα στο χώμα ανάλογα με τις ρίζες των φυτών από τα οποία τρέφονται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek